- παροσφραίνω
- παροσφραίνω,A hold for one to smell,
τινί τι Gp.13.17
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινί τι Gp.13.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παροσφραίνω — Μ πλησιάζω στη μύτη κάποιου κάτι για να τό μυρίσει, βάζω κάποιον να μυρίσει κάτι … Dictionary of Greek